• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

vox

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Λατινικά (la)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Κλίση

Λατινικά (la) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

vox < πρωτοϊταλικά *wōks < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wṓkʷs (φωνή) < *wekʷ- (μιλώ) (Συγγενές με τα (σανσκριτικά) वाच् (vā́c) και αρχαία ελληνική ὄψ: φωνή, λέξη)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

vox (la) θηλυκό

  1. φωνή
  2. λόγος, έκφραση
  3. (γραμματική) φωνή

ΚλίσηΕπεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vox vocēs
γενική vocis vocum
δοτική vocī vocibus
αιτιατική vocem vocēs
κλητική vox vocēs
αφαιρετική voce vocibus
(γ' κλίση)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=vox&oldid=3930785"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Μαΐου 2017, στις 13:56

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Μαΐου 2017, στις 13:56.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie