γνώριμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γνώριμος | η | γνώριμη | το | γνώριμο |
γενική | του | γνώριμου | της | γνώριμης | του | γνώριμου |
αιτιατική | τον | γνώριμο | τη | γνώριμη | το | γνώριμο |
κλητική | γνώριμε | γνώριμη | γνώριμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γνώριμοι | οι | γνώριμες | τα | γνώριμα |
γενική | των | γνώριμων | των | γνώριμων | των | γνώριμων |
αιτιατική | τους | γνώριμους | τις | γνώριμες | τα | γνώριμα |
κλητική | γνώριμοι | γνώριμες | γνώριμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γνώριμος < αρχαία ελληνική γνώριμος < γνωρίζω
Επίθετο
επεξεργασίαγνώριμος
- που τον γνωρίζει κάποιος, που ίσως τον συναναστρέφεται ίσως και όχι, πάντως έχει κάποια σχέση με αυτόν, τον έχει γνωρίσει στο παρελθόν
- που κάτι θυμίζει σε κάποιον, του είναι οικείος, γνωστός, συχνά που δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια ποιον ακριβως του θυμιζει ή που δεν έχει σημασία να τον προσδιορίσει επακριβώς
- ακουγόταν μια γνώριμη μελωδιά
- αισθάνθηκα μια γνώριμη μυρωδιά, ίσως μου θύμιζε κάτι από το πατρικό μου
- ήταν μια γνώριμη φωνή, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποιανού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνώριμος < γνωρίζω
Επίθετο
επεξεργασίαγνώριμος, -ος, -ον και γνώριμος, -η, -ον
- φίλος, γνωστός (λιγότερο οικείος από το φίλο), παρέα, ο ομοιος, του συναφιού (με την καλή και κακή έννοια)
- γνωστό, όχι κάτι καινουργιο, οικείο
- γνώριμα λέγεις (δεν λες κάτι καινουργιο)
- πασίγνωστος, ο "επώνυμος" της νεοελληνικής, αναγνωρίσιμος
- ὀνόματα γνώριμα (οικεία, γνωστά)
- στον πληθυντικό, ως ουσιαστικό, η τάξη των πλουσίων στην αρχαια Αθηνα, ο Ξενοφών το χρησιμοποιει σε αντιδιαστολή προς το δήμο