Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνώριμος η γνώριμη το γνώριμο
      γενική του γνώριμου της γνώριμης του γνώριμου
    αιτιατική τον γνώριμο τη γνώριμη το γνώριμο
     κλητική γνώριμε γνώριμη γνώριμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνώριμοι οι γνώριμες τα γνώριμα
      γενική των γνώριμων των γνώριμων των γνώριμων
    αιτιατική τους γνώριμους τις γνώριμες τα γνώριμα
     κλητική γνώριμοι γνώριμες γνώριμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνώριμος < αρχαία ελληνική γνώριμος < γνωρίζω

  Επίθετο επεξεργασία

γνώριμος

  1. που τον γνωρίζει κάποιος, που ίσως τον συναναστρέφεται ίσως και όχι, πάντως έχει κάποια σχέση με αυτόν, τον έχει γνωρίσει στο παρελθόν
  2. που κάτι θυμίζει σε κάποιον, του είναι οικείος, γνωστός, συχνά που δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια ποιον ακριβως του θυμιζει ή που δεν έχει σημασία να τον προσδιορίσει επακριβώς
    ακουγόταν μια γνώριμη μελωδιά
    αισθάνθηκα μια γνώριμη μυρωδιά, ίσως μου θύμιζε κάτι από το πατρικό μου
    ήταν μια γνώριμη φωνή, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποιανού

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνώριμος < γνωρίζω

  Επίθετο επεξεργασία

γνώριμος, -ος, -ον και γνώριμος, -η, -ον

  1. φίλος, γνωστός (λιγότερο οικείος από το φίλο), παρέα, ο ομοιος, του συναφιού (με την καλή και κακή έννοια)
  2. γνωστό, όχι κάτι καινουργιο, οικείο
    γνώριμα λέγεις (δεν λες κάτι καινουργιο)
  3. πασίγνωστος, ο "επώνυμος" της νεοελληνικής, αναγνωρίσιμος
    ὀνόματα γνώριμα (οικεία, γνωστά)
  4. στον πληθυντικό, ως ουσιαστικό, η τάξη των πλουσίων στην αρχαια Αθηνα, ο Ξενοφών το χρησιμοποιει σε αντιδιαστολή προς το δήμο