οικεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈci.α/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κεί‐α
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαοικεία (τροπικό επίρρημα)
- με οικειότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικεία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- οικεία : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαοικεία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του οικείος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (οικείο) του οικείος