κυφοπλαστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυφοπλαστική < κυφός + -ο- + πλαστική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική kyphoplasty)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυφοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) μικροεπεμβατική μέθοδος για την αντιμετώπιση της κύφωσης ή καταγμάτων της σπονδυλικής στήλης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυφοπλαστική