μικροεπεμβατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροεπεμβατικός < μικροεπέμβαση + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαμικροεπεμβατικός
- που έχει σχέση με μικροεπεμβάσεις ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μικροεπέμβαση, μικρός, επεμβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροεπεμβατικός
|