↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροεπέμβαση οι μικροεπεμβάσεις
      γενική της μικροεπέμβασης* των μικροεπεμβάσεων
    αιτιατική τη μικροεπέμβαση τις μικροεπεμβάσεις
     κλητική μικροεπέμβαση μικροεπεμβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροεπεμβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροεπέμβαση < μικρο- + επέμβαση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροεπέμβαση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία