Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροεπέμβαση οι μικροεπεμβάσεις
      γενική της μικροεπέμβασης* των μικροεπεμβάσεων
    αιτιατική τη μικροεπέμβαση τις μικροεπεμβάσεις
     κλητική μικροεπέμβαση μικροεπεμβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροεπεμβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροεπέμβαση < μικρο- + επέμβαση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροεπέμβαση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία