Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπονδυλοδεσία οι σπονδυλοδεσίες
      γενική της σπονδυλοδεσίας των σπονδυλοδεσιών
    αιτιατική τη σπονδυλοδεσία τις σπονδυλοδεσίες
     κλητική σπονδυλοδεσία σπονδυλοδεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπονδυλοδεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spondylosyndesis

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπονδυλοδεσία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία