Ετυμολογία

επεξεργασία

ανακύπτω

  1. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, προκύπτω (ξαφνικά)
  2. συνέρχομαι, αναλαμβάνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία