arise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | arise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arises |
αόριστος | arose |
παθητική μετοχή | arisen |
ενεργητική μετοχή | arising |
Ρήμα
επεξεργασίαarise (en)
ενεστώτας | arise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arises |
αόριστος | arose |
παθητική μετοχή | arisen |
ενεργητική μετοχή | arising |
arise (en)