προκύπτει
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκύπτει < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
προκύπτει, πρτ.: προέκυπτε, στ.μέλλ.: θα προκύψει, αόρ.: προέκυψε (απρόσωπο ρήμα, τριτοπρόσωπο σε γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκύπτει
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
- προκύπτει
- γ΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προκύπτω