Ετυμολογία

επεξεργασία

προκύπτει, πρτ.: προέκυπτε, στ.μέλλ.: θα προκύψει, αόρ.: προέκυψε (απρόσωπο ρήμα, τριτοπρόσωπο σε γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)

  1. για κάτι που έρχεται ως αποτέλεσμα
      από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι το καινούριο
  2. για κάτι που συμβαίνει ή γίνεται γνωστό απροσδόκητα
      την τελευταία στιγμή προέκυψε μια δυσκολία
  3. (απρόσωπο) εξάγεται ως συμπέρασμα
      από την έρευνα προκύπτει ότι ο ιός μεταλλάχτηκε

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
προκύπτει
  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προκύπτω