ανακύπτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
συνήθως στην δημοτική λέμε η ανακύπτουσα
Επίθετο επεξεργασία
- που ανακύπτει, που αποτελεί συνδυασμό θεμελιωδέστερων συστατικών τα οποία αναδεικνύουν νέες ιδιότητες κατά την (ή κατά ορισμένη, -ες) συνθέσεις, δομές και συστάσεις