set in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | set in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets in |
αόριστος | set in |
παθητική μετοχή | set in |
ενεργητική μετοχή | setting in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαset in (en)
- ενσκήπτω, μπαίνω, για βροχή, κακοκαιρία, μόλυνση κτλ., αρχίζει και είναι πιθανό να συνεχιστεί
- ↪ A heatwave has set in.
- Κύμα καύσωνα έχει ενσκήψει.
- ↪ before the winter/the cold weather sets in - πριν μπει ο χειμώνας/το κρύο
- ↪ A heatwave has set in.
Πηγές
επεξεργασία- set in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 568. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπαίνω