Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας set in
γ΄ ενικό ενεστώτα sets in
αόριστος set in
παθητική μετοχή set in
ενεργητική μετοχή setting in

  Ετυμολογία επεξεργασία

set in < → δείτε τις λέξεις set και in

  Ρήμα επεξεργασία

set in (en)

  • μπαίνω, για βροχή, κακοκαιρία, μόλυνση κτλ., αρχίζει και είναι πιθανό να συνεχιστεί
    before the winter/the cold weather sets in - πριν μπει ο χειμώνας/το κρύο

  Πηγές επεξεργασία