Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐνσκήπτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ενσκήπτω
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐνσκήπτω
<
ἐν
+
σκήπτω
Ρήμα
επεξεργασία
ἐνσκήπτω
ρίχνω
,
εξακοντίζω
πέφτω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
επικός τύπος
:
ἐνισκήπτω