Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάβρα οι λάβρες
      γενική της λάβρας των (λαβρών)
    αιτιατική τη λάβρα τις λάβρες
     κλητική λάβρα λάβρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάβρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λάβρα < αρχαία ελληνική λάβρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈla.vɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐βρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάβρα θηλυκό

  1. καύσωνας
     συνώνυμα: κάψα
  2. (μεταφορικά)
    1. έντονη ψυχική και συναισθηματική κατάσταση, υπερδιέγερση
    2. πολύ δυνατός έρωτας, σεξουαλική ορμή, έξαψη, πόθος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  1. ο καύσωνας
  2. κάποιος πολύ εκνευρισμένος
    άσ’ τον ήσυχο σήμερα, είναι φωτιά και λάβρα
  3. κάτι πανάκριβο
    τα ρούχα σήμερα είναι φωτιά και λάβρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

λάβρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία