Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

περιθάλψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιθάλπω
  2. θα περιθάλψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιθάλπω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

περιθάλψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περίθαλψη