Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοικτή περίθαλψη < → δείτε τη λέξη  ανοικτή και περίθαλψη

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ανοικτή περίθαλψη θηλυκό

 συνώνυμα: περίθαλψη ανοικτού τύπου

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία