κλειστή περίθαλψη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
κλειστή περίθαλψη θηλυκό
- (ιατρική), (φαρμακευτική): η περίθαλψη που επιχειρείται σε ασθενείς που εισάγονται σε νοσηλευτικά ιδρύματα και καθ΄όλη τη διάρκεια της παραμονής τους σ΄ αυτά.
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κλειστή περίθαλψη