περιθάλπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιθάλπω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιθάλπω < περι- + αρχαία ελληνική θάλπω
Σημειώσεις
επεξεργασία- Δεν είναι σωστός ο τύπος !περιθάλπτω. Πιθανώς, με την επίδραση -λανθασμένα- ρημάτων σε -άπτω όπως το προσάπτω, συνάπτω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈθal.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐θάλ‐πω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριθάλπω, πρτ.: περιέθαλπα, αόρ.: περιέθαλψα, παθ.φωνή: περιθάλπομαι, π.αόρ.: (περιθάλπηκα)[1]
- περιποιούμαι, συχνότερα προσφέροντας ιατρική βοήθεια σε ασθενή
- ⮡ Περιθάλπω ασθενή
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ όπως 9. παραλείπω / 10. παραλείπομαι, μόνο σε ενεστώτα, παρατατικό - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Πηγές
επεξεργασία- περιθάλπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περιθάλπω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιθάλπω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περι- + θάλπω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριθάλπω (ελληνιστική κοινή)
- όπως περιθάλπω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις θαλπωρή, περί και θάλπω
Πηγές
επεξεργασία- περιθάλπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιθάλπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.