υποθάλπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαυποθάλπω < υπο- ( < υπό ) + θάλπω ( < το θάλπος, του -ους (ουδ) (= ζέστη) )
Ρήμα
επεξεργασίαυποθάλπω
- κρύβω και προστατεύω κάποιον ή κάτι, το οποίο είναι ή θεωρείται κακό, συνήθως παρά τις επιταγές των νόμων
- κατηγορείται ότι υπέθαλψε δραπέτη
- τροφοδοτώ ή ενισχύω κρυφά, συμβάλλοντας έμμεσα στη διατήρηση ή την έξαψη (πάθους, συναισθήματος κ.λ.π.)
- με τα άρθρα του υπέθαλπε την τρομοκρατία