Δείτε επίσης: ὀπισθο-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπισθο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀπισθο- < επίρρημα ὄπισθ(εν) + -ο-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.piˈsθo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πι‐σθο-

  Πρόθημα επεξεργασία

οπισθο-, οπισθό- ή οπισθ- πριν από φωνέην

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία