Ετυμολογία

επεξεργασία
οπισθοχωρώ < οπισθο- + χωρώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rétrograder) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.pi.sθo.xoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πι‐σθο‐χω‐ρώ

οπισθοχωρώ, αόρ.: οπισθοχώρησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κινούμαι προς τα πίσω επειδή δεν μπορώ να αντιμετωπίσω εχθρική επίθεση
     συνώνυμα: υποχωρώ
     αντώνυμα: προελαύνω
  2. (γενικότερα) κινούμαι προς τα πίσω
  3. υπαναχωρώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία