οπισθοχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπισθοχωρώ < οπισθο- + χωρώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rétrograder) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.pi.sθo.xoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐σθο‐χω‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίαοπισθοχωρώ, αόρ.: οπισθοχώρησα (χωρίς παθητική φωνή)
- κινούμαι προς τα πίσω επειδή δεν μπορώ να αντιμετωπίσω εχθρική επίθεση
- (γενικότερα) κινούμαι προς τα πίσω
- υπαναχωρώ
Συγγενικά
επεξεργασία- οπισθοχώρηση
- οπισθοχωρητικά
- οπισθοχωρητικός
- → δείτε τις λέξεις όπισθεν, πίσω και χώρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οπισθοχωρώ | οπισθοχωρούσα | θα οπισθοχωρώ | να οπισθοχωρώ | οπισθοχωρώντας | |
β' ενικ. | οπισθοχωρείς | οπισθοχωρούσες | θα οπισθοχωρείς | να οπισθοχωρείς | ||
γ' ενικ. | οπισθοχωρεί | οπισθοχωρούσε | θα οπισθοχωρεί | να οπισθοχωρεί | ||
α' πληθ. | οπισθοχωρούμε | οπισθοχωρούσαμε | θα οπισθοχωρούμε | να οπισθοχωρούμε | ||
β' πληθ. | οπισθοχωρείτε | οπισθοχωρούσατε | θα οπισθοχωρείτε | να οπισθοχωρείτε | οπισθοχωρείτε | |
γ' πληθ. | οπισθοχωρούν(ε) | οπισθοχωρούσαν(ε) | θα οπισθοχωρούν(ε) | να οπισθοχωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οπισθοχώρησα | θα οπισθοχωρήσω | να οπισθοχωρήσω | οπισθοχωρήσει | ||
β' ενικ. | οπισθοχώρησες | θα οπισθοχωρήσεις | να οπισθοχωρήσεις | οπισθοχώρησε | ||
γ' ενικ. | οπισθοχώρησε | θα οπισθοχωρήσει | να οπισθοχωρήσει | |||
α' πληθ. | οπισθοχωρήσαμε | θα οπισθοχωρήσουμε | να οπισθοχωρήσουμε | |||
β' πληθ. | οπισθοχωρήσατε | θα οπισθοχωρήσετε | να οπισθοχωρήσετε | οπισθοχωρήστε | ||
γ' πληθ. | οπισθοχώρησαν οπισθοχωρήσαν(ε) |
θα οπισθοχωρήσουν(ε) | να οπισθοχωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οπισθοχωρήσει | είχα οπισθοχωρήσει | θα έχω οπισθοχωρήσει | να έχω οπισθοχωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις οπισθοχωρήσει | είχες οπισθοχωρήσει | θα έχεις οπισθοχωρήσει | να έχεις οπισθοχωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει οπισθοχωρήσει | είχε οπισθοχωρήσει | θα έχει οπισθοχωρήσει | να έχει οπισθοχωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οπισθοχωρήσει | είχαμε οπισθοχωρήσει | θα έχουμε οπισθοχωρήσει | να έχουμε οπισθοχωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε οπισθοχωρήσει | είχατε οπισθοχωρήσει | θα έχετε οπισθοχωρήσει | να έχετε οπισθοχωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οπισθοχωρήσει | είχαν οπισθοχωρήσει | θα έχουν οπισθοχωρήσει | να έχουν οπισθοχωρήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπισθοχωρώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οπισθοχωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας