οπισθοχωρητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπισθοχωρητικά < οπισθοχωρητικός + -ά < οπισθοχωρώ + -τικός
Επίρρημα
επεξεργασίαοπισθοχωρητικά
Συγγενικά
επεξεργασία- οπισθοχωρητικός
- → δείτε τις λέξεις οπισθοχωρώ, όπισθεν και χωρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπισθοχωρητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαοπισθοχωρητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οπισθοχωρητικό