ενεστώτας back off
γ΄ ενικό ενεστώτα backs off
αόριστος backed off
παθητική μετοχή backed off
ενεργητική μετοχή backing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
back off < → δείτε τις λέξεις back και off

back off (en)

  1. οπισθοχωρώ, πηγαίνω προς τα πίσω
    ⮡  ”A snake!” he said backing off in fear.
    «Ένα φίδι!» είπε οπισθοχωρώντας με τρόμο.
     συνώνυμα: back away
  2. υποχωρώ, επιλέγω να μην ενεργώ, για να αποφύγω μια δύσκολη κατάσταση
    ⮡  After a long discussion he backed off and accepted his proposals.
    Ύστερα από πολύωρη συζήτηση υποχώρησε και δέχτηκε τις προτάσεις του.
     συνώνυμα: back down