back off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | back off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | backs off |
αόριστος | backed off |
παθητική μετοχή | backed off |
ενεργητική μετοχή | backing off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαback off (en)
- οπισθοχωρώ, πηγαίνω προς τα πίσω
- υποχωρώ, επιλέγω να μην ενεργώ, για να αποφύγω μια δύσκολη κατάσταση