Ετυμολογία

επεξεργασία
éloignement < éloigner

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
éloignement éloignements

éloignement (fr) αρσενικό

  1. το καταναγκαστικό μέτρο με το οποίο απομακρύνεται κάποιος
  2. η απομάκρυνση
  3. η απόσταση
  4. (παρωχημένο) η αντιπάθεια, η απέχθεια

Συγγενικά

επεξεργασία