Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décrue décrues

décrue (fr) θηλυκό

  1. η ελάττωση ή πτώση της στάθμης ενός ποταμού
     αντώνυμα: crue
  2. (μεταφορικά) η ύφεση, η αποανάπτυξη
     συνώνυμα:  baisse, décroissance, décroissement και diminution

Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

décrue (fr)

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία