décrue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- décrue: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής décru αορίστου του décroître
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
décrue | décrues |
décrue (fr) θηλυκό
- η ελάττωση ή πτώση της στάθμης ενός ποταμού
- (μεταφορικά) η ύφεση, η αποανάπτυξη
- ≈ συνώνυμα: baisse, décroissance, décroissement και diminution
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαdécrue (fr)
- ενικός αριθμός, θηλυκού γένους του décru
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdécrue (fr)