amoindrissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- amoindrissement < amanrissement < amoindrir
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.mwɛ̃.dʁi.smɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
amoindrissement | amoindrissements |
amoindrissement (fr) αρσενικό