raffermissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- raffermissement < raffermir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
raffermissement | raffermissements |
raffermissement (fr) αρσενικό
- η σύσφιγξη
ενικός | πληθυντικός |
raffermissement | raffermissements |
raffermissement (fr) αρσενικό