• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σύσφιγξη

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύσφιγξη οι συσφίγξεις
      γενική της σύσφιγξης
& συσφίγξεως
των συσφίγξεων
    αιτιατική τη σύσφιγξη τις συσφίγξεις
     κλητική σύσφιγξη συσφίγξεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σύσφιγξη < ελληνιστική κοινή σύσφιγξις < συσφίγγω < σύν + αρχαία ελληνική σφίγγω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.sfiŋ.gsi/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σύσφιγξη θηλυκό

  • (λόγιο) άλλη μορφή του σύσφιξη

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σύσφιγξη
  • → δείτε τη λέξη σύσφιξη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σύσφιγξη&oldid=4864971"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 12:38

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 12:38.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie