σύσφιγξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύσφιγξη | οι | συσφίγξεις |
γενική | της | σύσφιγξης* | των | συσφίγξεων |
αιτιατική | τη | σύσφιγξη | τις | συσφίγξεις |
κλητική | σύσφιγξη | συσφίγξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συσφίγξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύσφιγξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύσφιγξις < συσφίγγω < σύν (σύ-) + αρχαία ελληνική σφίγγω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsi.sfiŋ.ɡsi/ & /ˈsi.sfiŋ.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐σφιγ‐ξη
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύσφιγξη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύσφιγξη
|