Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
diminué
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
diminué
diminués
θηλυκό
diminuée
diminuées
Επίθετο
επεξεργασία
diminué
(fr)
ελαττωμένος
≈
συνώνυμα
:
abrégé
,
amoindri
,
raccourci
,
réduit
(
για άτομα
)
εξασθενημένος
≈
συνώνυμα
:
affaibli
,
décati
,
amoindri