ελαττωμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελαττωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελαττώνω, ελαττώνομαι
ΜετοχήΕπεξεργασία
ελαττωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ελαττώνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ελαττωμένος
|
ελαττωμένος, -η, -ο
|