décati
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décati | décatis |
θηλυκό | décatie | décaties |
Επίθετο
επεξεργασίαdécati (fr)
- κουρασμένος από τα χρόνια, μαραμένος, εξασθενημένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη décatir