εγκλωβισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεγκλωβισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του εγκλωβίζω / εγκλωβίζομαι
- (φυσική) το γεγονός ότι τα κουάρκ δεν παρατηρούνται ποτέ απομονωμένα, περιορισμός των κουάρκ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εγκλωβισμός
|