μοναδιαίος τελεστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοναδιαίος τελεστής < → δείτε τις λέξεις μοναδιαίος και τελεστής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unary operator
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
μοναδιαίος τελεστής
- (άλγεβρα, πληροφορική) ο τελεστής που δέχεται ένα όρισμα ή τελεστέο
- ο μοναδιαίος τελεστής « − » μετατρέπει τον θετικό αριθμό σε αρνητικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασία- (σχεσιακή άλγεβρα) επιλογή, κατακόρυφη επιλογή, τελεστής μετονομασίας
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοναδιαίος τελεστής