Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριθμητικός τελεστής < → δείτε τις λέξεις αριθμητικός και τελεστής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική arithmetic operator

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αριθμητικός τελεστής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία