Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

choix (fr) αρσενικό

  1. εκλογή
    Le choix est difficile. Η εκλογή είναι δύσκολη.
  2. επιλογή
    Le choix entre deux possibilités. Η επιλογή ανάμεσα σε δύο δυνατότητες.

Συγγενικά

επεξεργασία