Ετυμολογία

επεξεργασία
προκρίνω < προ + κρίνω

προκρίνω

  1. προαποφασίζω
  2. προτιμώ, εκλέγω, διαλέγω κάτι ή κάποιον πριν την τελική επιλογή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία