Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκρίνω < προ + κρίνω

  Ρήμα επεξεργασία

προκρίνω

  1. προαποφασίζω
  2. προτιμώ, εκλέγω, διαλέγω κάτι ή κάποιον πριν την τελική επιλογή

  Μεταφράσεις επεξεργασία