Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχοντάρης οι αρχοντάρηδες
      γενική του αρχοντάρη των αρχοντάρηδων
    αιτιατική τον αρχοντάρη τους αρχοντάρηδες
     κλητική αρχοντάρη αρχοντάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχοντάρης < αρχονταρίκι + -άρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχοντάρης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία