θεσμοθετημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεσμοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θεσμοθετώ
Μετοχή
επεξεργασίαθεσμοθετημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θεσμοθετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεσμοθετημένος
|
θεσμοθετημένος, -η, -ο
|