ενεστώτας impose
γ΄ ενικό ενεστώτα imposes
αόριστος imposed
παθητική μετοχή imposed
ενεργητική μετοχή imposing

impose (en)

  1. επιβάλλω (εφαρμόζω έχοντας την εξουσία)
    ⮡  The parliament imposed new taxes.
    Η βουλή επέβαλε νέους φόρους.
  2. επιβάλλω (σε κάποιον μια συμπεριφορά)
  3. (+ upon/on) γίνομαι σε κάποιον βάρος
  4. επιβάλλομαι, διαθέτω ορισμένες εξαιρετικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να ξεχωρίζω
    ⮡  The building that imposes with its size.
    Το κτίριο που επιβάλλεται με τον όγκο του.
  5. επιβάλλομαι, αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως ηγετικός
    ⮡  Although young, he imposed himself on the political life of the place and at a young age became the prime minister.
    Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου και σε μικρή ηλικία έγινε πρωθυπουργός.