ἐπίθετος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπίθετος < ἐπιτίθημι (προσθέτω κάτι)
Επίθετο
επεξεργασίαἐπίθετος, -ος, -ον
- πρόσθετος, νεοαποκτηθείς
- φανταστικός
- (για γράμμα) που τον έχουμε εμπιστευθεί σε κάποιον
- επιθετικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπίθετος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883