→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰξύς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰξύς, -ύος θηλυκό

  1. (ανατομία) (για γυναίκες, άνδρες και ζώα) μέση, οσφύς
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 544 (544-545)
    περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ | καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην.
    ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη | ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις/Κορινθιακά, 2.1.8 @scaife.perseus
    καὶ Τρίτωνες δύο παρὰ τοὺς ἵππους εἰσὶ χρυσοῖ, τὰ μετʼ ἰξὺν ἐλέφαντος καὶ οὗτοι·
  2. (στον πληθυντικό) (αἱ ἰξύες) οι λαγόνες, το τμήμα μεταξύ των ισχίων και της οσφύος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 70, @scaife.perseus
    Ἢν τὰς ἰξύας ἀλγέῃ, ἄνισον καὶ κύμινον Αἰθιοπικὸν πινέτω, καὶ θερμῷ λουέσθω, καὶ ἀπὸ θερμοῦ πινέτω.
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.949, @scaife.perseus
    παρθενικαί, δίχα κόλπον ἐπʼ ἰξύας εἱλίξασαι


Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ἰξυῖ: δοτική (ποιητ. συνηρ. αντί ἰξύϊ)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία