attacker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attacker | attackers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαattacker (en)
- αυτός που διαπράττει μια επίθεση, ο δράστης μιας επίθεσης
- (αθλητισμός) ο επιθετικός (παίκτης)
ενικός | πληθυντικός |
attacker | attackers |
attacker (en)