Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.te.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
épithétique épithétiques

épithétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό