τάκλιν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τάκλιν ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ελιγμός με το οποίο κάποιος παίκτης διεκδικεί ή αφαιρεί την μπάλα από αντίπαλο με προβολή του ποδιού και τρόπο σκληρό αλλά επιτρεπόμενο