tackling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tackling | tacklings |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtackling (en)
- η αντιμετώπιση
- ↪ the tackling of the problem
- η αντιμετώπιση του προβλήματος
- ↪ the tackling of the problem
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαtackling (en)