κλαδευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλαδευτής < ελληνιστική κοινή κλαδευτής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαδευτής αρσενικό (θηλυκό: κλαδεύτρια & κλαδεύτρα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλαδευτής
|
κλαδευτής αρσενικό (θηλυκό: κλαδεύτρια & κλαδεύτρα)
|