discipline
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈdɪ.sə.plɪn/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
discipline (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Discipline (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- discipline < λατινική disciplina
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /di.si.plin/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
discipline | disciplines |
discipline (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη discipliner