Δείτε επίσης: discipliné

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈdɪ.sə.plɪn/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
discipline disciplines

discipline (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η πειθαρχία, η υπακοή σε κάποιες αρχές, κανόνες, νόμους ή στις διαταγές κάποιου ιεραρχικά ανώτερου
    ⮡  Discipline is an important element in a school.
    Η πειθαρχία είναι σημαντικό στοιχείο σ' ένα σχολείο.
  2. ο επιστημονικός κλάδος
    ⮡  Linguistics is a new discipline.
    Η γλωσσολογία είναι νέος επιστημονικός κλάδος.
ενεστώτας discipline
γ΄ ενικό ενεστώτα disciplines
αόριστος disciplined
παθητική μετοχή disciplined
ενεργητική μετοχή disciplining

discipline (en)

  1. τιμωρώ κάποιον για κάτι που έχει κάνει
    ⮡  I am disciplining the child for disobedience.
    Τιμωρώ το παιδί για ανυπακοή.
    ⮡  The teacher disciplined the unruly students.
    Ο δάσκαλος τιμώρησε τους άτακτους μαθητές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη punish
  2. πειθαρχώ, διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω κάποιον, ειδικά ένα παιδί, να υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες και να ελέγχει τη συμπεριφορά του
    ⮡  She disciplined the children.
    Πειθάρχησε τα παιδιά.
    ⮡  A duty of the teacher is to discipline the young.
    Καθήκον του δασκάλου είναι να διαπαιδαγωγεί τους νέους.
  3. αυτοπειθαρχώ
    ⮡  Children, through team sports, learn to discipline themselves, something which increases their self-confidence and self-awareness.
    Τα παιδιά μέσα από τα ομαδικά σπορ μαθαίνουν να αυτοπειθαρχούν, κάτι που αυξάνει την αυτοπεποίθηση και την αυτογνωσία τους.

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
discipline < λατινική disciplina

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /di.si.plin/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
discipline disciplines

discipline (fr) θηλυκό

  1. η πειθαρχία
  2. το γνωστικό αντικείμενο

Συγγενικά

επεξεργασία