Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύκλαδος η πολύκλαδη το πολύκλαδο
      γενική του πολύκλαδου της πολύκλαδης του πολύκλαδου
    αιτιατική τον πολύκλαδο την πολύκλαδη το πολύκλαδο
     κλητική πολύκλαδε πολύκλαδη πολύκλαδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύκλαδοι οι πολύκλαδες τα πολύκλαδα
      γενική των πολύκλαδων των πολύκλαδων των πολύκλαδων
    αιτιατική τους πολύκλαδους τις πολύκλαδες τα πολύκλαδα
     κλητική πολύκλαδοι πολύκλαδες πολύκλαδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύκλαδος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πολύκλαδος, -η, -ο

πολύκλαδος θάμνος
πολύκλαδα όνειρα


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία