κλαδίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαδίσκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλαδίσκος < αρχαία ελληνική κλάδος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /klaˈði.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλα‐δί‐σκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαδίσκος αρσενικό
- υποκοριστικό του κλάδος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλαδί
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κλάδος
κλαδίσκος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κλαδίσκος | οἱ | κλαδίσκοι | ||||
γενική | τοῦ | κλαδίσκου | τῶν | κλαδίσκων | ||||
δοτική | τῷ | κλαδίσκῳ | τοῖς | κλαδίσκοις | ||||
αιτιατική | τὸν | κλαδίσκον | τοὺς | κλαδίσκους | ||||
κλητική ὦ! | κλαδίσκε | κλαδίσκοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλαδίσκω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κλαδίσκοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλαδίσκος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κλάδ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαδίσκος, -ου αρσενικό
- υποκοριστικό του κλάδος
- ※ Ανακρεόντεια, 18 (Carmina Anacreontea, ed. M. L. West, Leipzig: Teubner 1984), ποιήματα από την Παλατινή Ανθολογία κάποια από τα οποία λανθασμένα είχαν αποδοθεί στον Ανακρέοντα
- παρὰ τὴν σκιὴν Βαθύλλου
- καθίσω· καλὸν τὸ δένδρον,
- ἁπαλὰς δ᾽ ἔσεισε χαίτας
- μαλακωτάτωι κλαδίσκωι·
Πηγές
επεξεργασία- κλαδίσκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλαδίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.