Ετυμολογία

επεξεργασία
branĉo < branĉ + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική branĉo branĉoj
αιτιατική branĉon branĉojn

branĉo (eo)

la branĉoj de geografio, οι κλάδοι της γεωγραφίας